ακομιστος

ακομιστος
    ἀκόμιστος
    ἀ-κόμιστος
    2
    запущенный, неряшливый Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ακομιστος" в других словарях:

  • ἀκόμιστος — slovenly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόμιστος — η, ο (Α ἀκόμιστος, ον) αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί αρχ. απεριποίητος, αφρόντιστος, παραμελημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κομιστὸς < κομίζω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκομιστία] …   Dictionary of Greek

  • ακόμιστος — η, ο αυτός που δε μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί: Ορισμένα έπιπλα ήταν ακόμιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκόμιστον — ἀκόμιστος slovenly masc/fem acc sg ἀκόμιστος slovenly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακομιστία — ἀκομιστία, η (Α) [ἀκόμιστος] έλλειψη φροντίδας ή περιποίησης …   Dictionary of Greek

  • κἀκόμιστα — ἀκόμιστα , ἀκόμιστος slovenly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»